Και έτσι ξεκινάει η ιστορία μας...
Ήταν μια ήρεμη, ήσυχη μέρα με τον ήλιο να λάμπει και να κάνει την άμμο να καίει. Οι κάτοικοι του νησιού διαρκώς έψαχναν έναν ίσκιο να ξαποστάσουν, να δροσιστούν. Ο ιδρώτας έτρεχε στα πρόσωπα τους και εξαιτίας της ζέστης η δουλειά τους γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Οι μόνοι που φάνηκε να μην είχαν επηρεαστεί καθόλου από τις καιρικές συνθήκες ήταν τα μικρά παιδιά, τα οποία έτρεχαν ανέμελα παίζοντας ένα σωρό παιχνίδια. Εγώ βρισκόμουν στο δρόμο για το σπίτι από το χωράφι στο οποίο εργαζόμουν. Η οικογένεια μου δεν ήταν και από τις πιο πλούσιες και έτσι αναγκάστηκα από μικρή ηλικία να μπω στη βιοπάλη. Καθώς διέσχιζα την πλατεία η οποία βρισκόταν στο κέντρο της φτωχής μεριάς της πόλης άκουσα μια φωνή να με καλεί.
"Έι, Shen! Περίμενε!"
Γύρισα και αντίκρισα τον Eric ,τον καλύτερο μου φίλο, να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μου έχοντας μία έκφραση ενθουσιασμού. Ξαφνικά σκόνταψε σε ένα σπασμένο πλακάκι και έπεσε στο έδαφος με έναν τόσο γελοίο τρόπο που όλοι όσοι ήταν παρόντες στο σκηνικό άρχισαν να γελάνε και να τον κοροϊδεύουν. Ακόμα και εγώ δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ και ξέσπασα στα γέλια. Ο Eric ήταν αρκετά επιπόλαιος και ατζαμής, έτσι είχα συνηθίσει σε τέτοιου είδους συμβάντα. Αλλά αυτή τη φορά όσο και αν το επιθυμούσα δεν μπόρεσα να πείσω τον εαυτό μου να μην γελάσει. Ο Eric αφού σηκώθηκε όρθιος και τίναξε τα ρούχα του για να απαλλαχτεί από τη σκόνη και τη βρωμιά, έφτασε δίπλα μου και έβγαλε από την τσάντα του μία μικρή, κιτρινοπράσινη μπάλα...