Μπαίνοντας στο δάσος το σπαθί του Astaroth είναι ακόμη γεμάτο με το αίμα του πειρατή. Το βήμα του αργό και αθόρυβο. Το βλέμμα του κενό κοιτώντας το απέραντο... τίποτα. Έχουν απομονωθεί όλοι οι ήχοι του δάσους από τα αυτιά του Astaroth. Το μόνο που ακούει είναι οι κηλίδες αίματος καθώς πέφτουν στο χώμα. Ένας ανεπαίσθητος ήχος που κανείς άλλος δεν θα παρατηρούσε. Αυτή η σταγόνα που μέχρι να πέσει στο έδαφος μοιάζει με αιώνες. Ακούγονται οι κραυγές όλων εκείνων που έπεσαν από αυτό το σπαθί. Η αγωνία των νεκρών, την ώρα που αφήνουν την τελευταία τους πνοή. Κάθε φορά γίνεται και πιο δύσκολο για τον Astaroth να αντισταθεί σε αυτή τη μελωδία. Ένα ρίγος νιώθει στην πλάτη καθώς φυσάει ένα δροσερό αεράκι και τελικά συνέρχεται. Μισή ώρα έχει περάσει από τη στιγμή που μπήκε στο δάσος.