Εκεί που νόμιζα πως δεν θα καταφέρω να τους κρατάω άλλο, μια γαλάζια φλόγα έλαμψε κάπου πίσω μου. Είδα τον Roy να εφορμάει στους επαναστάτες. Αυτοί ξαφνιασμένοι κοντοστάθηκαν δίνοντάς του την ευκαιρία να τους επιτεθεί ανενόχλητος. Ξεκοίλιασε τον πρώτο κι άνοιξε μια πληγή στο στήθος του δεύτερου. Με βόλευε που αυτός ήταν μπροστά. Πυροβολούσα αδιάκριτα στο πλήθος χωρίς να με νοιάζει το αποτέλεσμα. Ο Roy δεν θα πάθαινε τίποτα, οι αντίπαλοι μας από την άλλη δεν θα είχαν την ίδια τύχη. Όχι βέβαια πως ο Roy θα συμφωνούσε με την τακτική μου αυτή. Με περίμενε μεγάλη κατσάδα μετά αλλά προσωρινά ήταν η καλύτερη ελπίδα μας.
-"Βρε άστοχε, θα χτυπήσεις και κανέναν άλλο ή όλο εμένα σημαδεύεις;"
-"Σκάσε και πολέμα. Ούτως ή άλλως δεν θα πάθεις τίποτα, τι σε νοιάζει;"
-"Δεν μου αρέσει να με χρησιμοποιούν ως στόχο! Κατανοητό;"
Είχε ένα δίκιο. Ήταν η ώρα να φύγουμε. Όρμησα προς τη σκηνή έπιασα την Kobayashi την έδεσα και την έριξα στην πλάτη μου. Γίναμε αμέσως αόρατοι κι έφυγα προς την πόλη. Περνώντας δίπλα από τον Roy του φώναξα:
-"Φύγε! Πήρα εγώ το πακέτο. Πέτα. Θα σε δω στην πόλη."