Μετά από άγνωστο για μένα χρονικό διάστημα άνοιξα τα μάτια μου και βρισκόμουν. ξαπλωμένος, σε ένα ωραίο, μεγάλο δωμάτιο. Στην απέναντι γωνία στεκόντουσαν δύο ξένοι που ψιθύριζαν κάτι ο ένας στον άλλον. Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά δυστυχώς το σώμα μου ήταν αρκετά αδύναμο για να τα καταφέρει. Αυτό με θύμωνε όλο και περισσότερο καθώς γνώριζα πως δεν μπορούσα να ξοδέψω άλλο χρόνο εδώ. Οι δύο ξένοι, τότε, με πλησίασαν με γοργό βήμα και όταν έφτασαν δίπλα μου, με κράτησαν στο κρεβάτι λέγοντας μου πως χρειαζόμουν ανάρρωση προτού είμαι έτοιμος να φύγω. Η μία από αυτούς ήταν μία υπέροχη γυναίκα. Είχε φανταχτερά, καστανά μαλλιά και απίστευτα όμορφα, γαλανά μάτια. Μία ουλή κάτω από το δεξί της μάτι -αν και ήταν κάτι που χάλαγε την τελειότητα της- της προσέδιδε μια μοναδικότητα. Ένα, μέχρι το γόνατο, γαλάζιο φόρεμα με χρυσά σχέδια από δαντέλα και ένα ζευγάρι μαύρες μπότες αποτελούσαν την εμφάνιση της. Δύο ασημένια σκουλαρίκια και ένα πρωτότυπο, μεγάλο δαχτυλίδι πρόσθεταν μια πινελιά ομορφιάς σε αυτή, τη μέτρια σε ύψος, κοπέλα...